6.8.16

Σταθμός 2

του Αργύρη Παλούκα

πηγή: Facebook



Στην Ερμιόνη πέρασα από το σπίτι της Θωμαής. Η Θωμαή ήταν μια γυναίκα που άμα την έβλεπες στον δρόμο θα την έλεγες κωλόγρια και θεούσα. Είχε γκρίζα μαλλιά πιασμένα κότσο κι ήταν πάντα ντυμένη στα γκρι. Μια ατσαλόβεργα που περίμενε τον φούρνο της για να λιώσει. Ήταν μία από εκείνες τις γυναίκες που έμαθαν τη μάνα μου να ράβουν. Σκυμμένη πάντα πάνω από ένα ύφασμα τρύπωνε και καρύκωνε τους πόθους και τις επιθυμίες της. Κι ύστερα τα ξήλωνε όλα, τα άφηνε πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα και πήγαινε στο κρεβάτι της. Έλυνε τον κότσο της, έβγαζε το γκρι πανωφόρι και γινόταν πάλι το νεαρό ασχημούτσικο κορίτσι. Μπαίνοντας στον ύπνο λύγιζε από τον πόθο της για τον Μίχο που είχε αγαπήσει. Δεν ξέρω τι άφησε στη μέση τον έρωτά τους. Ακούω τις χαμηλόφωνες ομιλίες τους και βλέπω τα χέρια τους να τυλίγονται μες στο σκοτάδι. Κάποτε πήγε να τη συναντήσει και της χάρισε ένα βιβλίο που βρέθηκε στην κατοχή μου, αλλά από μια στιγμή και μετά έχασα τα ίχνη του. ''Η αμαρτωλός σωτηρία''. Βλέπω το χαμόγελο του Μίχου και την απορία της Θωμαής. Ποτέ δεν έγιναν ζευγάρι. Κάτι έφαγε την αγάπη τους. Μπορεί ο φόβος, μπορεί το στόμα του κόσμου. Σήκω, Θωμαή, αγάπησε από την αρχή τον Μίχο σου κι άσε το στόμα του κόσμου αχόρταστο. Κλαίω, κλαίω, κλαίω να σε σκέφτομαι να ράβεις ρούχα για τους άλλους. Ξύπνα και τον Μίχο και ράψε τα δικά σας. Κουμπάρος εγώ.



Δεν υπάρχουν σχόλια: