21.6.15

Σαράντα δράκοι και ένας σαρανταένας (Για την Ημέρα του πατέρα)


Σωτήριος Κορδομενίδης. Περήφανος Κωνσταντινουπολίτης. Γεννήθηκε το 1912, στο χωριό Κεμέρ Μπουργκάζ, δεύτερο από τα πέντε παιδιά του γαιοκτήμονα Γιώργου Κορδομενίδη και της γυναίκας του Ελένης. 

Μας περιέγραφε, σε μένα και τις αδελφές μου, τον πατέρα του έφιππο, με δερμάτινες μπότες μέχρι το γόνατο, να τριγυρίζει στα κτήματά του, που εκτός των άλλων περιελάμβαναν έναν μεγάλο νερόμυλο, γεγονός που έδινε στην οικογένεια ισχύ και μεγάλα εισοδήματα. («Που λες, Γιωργάκη, ήμασταν τόσο πλούσιοι, που δεν μαζεύαμε τα αυγά που γεννούσαν οι κότες...») 

Όταν ήταν εννέα ετών, η οικογένεια εγκατέλειψε την Πόλη, όπως και οι άλλοι συγχωριανοί, κυνηγημένοι και μετά από μήνες περιπλάνησης πάνω σε κάρα, έφτασε στην Αιδηψό κι από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Ο πρώην γαιοκτήμονας παππούς βρέθηκε να δουλεύει οικοδόμος· άμαθος σ' αυτή τη ζωή, άρπαξε πνευμονία και πέθανε. 

Κεφαλή της οικογένειας έγινε η γιαγιά, με συμπαραστάτη της τον μεγάλο γιο, τον πατέρα μου, που έμαθε την τέχνη του καθεκλοσκελετοποιού και άρχισε να δουλεύει. Η γιαγιά, η φοβερή και τρομερή Μπαρμπούναινα (λόγω των κόκκινων μαλλιών του παπού Γιώργου - Μπαρμπούνη, γι' αυτό και όταν ήμουνα παιδί στη γειτονιά οι μεγάλοι με έλεγαν «το Μπαρμπουνάκι») που είχε φτιάξει αυτοσχέδιο φούρνο στην Αιδηψό, όπου έψηνε ψωμιά και τα πουλούσε, στη Θεσσαλονίκη έκανε τη μαμή και παράλληλα "έκοβε" βεντούζες και ξεμάτιαζε. 

Ο πατέρας μου, που είχε πάει μόλις δύο τάξεις στο Δημοτικό, το είχε καημό να σπουδάσουμε και, μαζί με τη μητέρα μου (μοδίστρα και περιστασιακή καπνεργάτρια), δούλεψαν σαν τα σκυλιά για να μας το εξασφαλίσουν. Τη μητέρα μου τη γνώρισε στην Ξάνθη, όπου είχε πάει για δουλειά, και την "έριξε" στέλνοντάς της ραβασάκια με αυτοσχέδια ποιήματα, όπως αυτό: 

Το ωραίο σου πρόσωπο
μου εθόλωσε τον νου.
Νικημένος της αγάπης
κάτι θέλω να σου πω.


Το πρώτο μου παιχνίδι, ένα ξύλινο καροτσάκι 
φτιαγμένο από τα χρυσά χέρια του πατέρα μου

Στην τέχνη του ήταν ξεχωριστός. Συγκινήθηκα και κολακεύτηκα όταν η δρ. Ευφροσύνη Ρούπα περιέλαβε, στο βιβλίο που έγραψε με τον Γιώργο Παρμενίδη Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα, 1830-1940, ένα κάθισμά του, από την τραπεζαρία που έχω στο σπίτι μου.

Ήταν φοβερός αφηγητής. Κάθε βράδυ μού έλεγε μια αυτοσχέδια ιστορία. («Και που λες, Γιωργάκη, σήμερα ήρθε ένας πελάτης στο μαγαζί, να παραγγείλει κάτι καρέκλες, και μου είπε μια ιστορία.») Δεσπόζουσα θέση ανάμεσά τους είχε η ιστορία με τον «λεόνταρο, που όταν κοιμόταν είχε ανοιχτά τα μάτια και τα έκλεινε ενώ ήταν ξυπνητός. Αυτήν, καθώς και άλλη μία με «σαράντα δράκους και έναν σαρανταέναν», τη ζητούσαμε, εγώ και οι αδελφές μας, κάθε τόσο να μας την ξαναπεί.

Η φίλη μου Αναστασία-Ερασμία Πεπονή, που τον άκουσε κάποτε από μια κασέτα να αφηγείται τη ζωή του, μου είπε πως ο τρόπος που γράφω τα πεζά μου "πατάει" πάνω στον λόγο του πατέρα μου. Είναι η καλύτερη φιλοφρόνηση που έχω ακούσει για το γράψιμό μου.

Έφηβος δούλεψα αρκετές ώρες μαζί του. Ήταν του δόγματος «μάθε τέχνη κι άστηνε». Έμαθα όλα τα στάδια της δουλειάς του, από την κοπή των ξύλων στην πριονοκορδέλα μέχρι τα λούστρα. Κάθε Σάββατο τρώγαμε μαζί από μία σου καραμελέ. Το βράδυ μας μαγείρευε ένα είδος τηγανιάς αλλά με μοσχάρι. Μύριζε όλο το σπίτι ρίγανη. Αλλά όταν μαγείρευε τον αγαπημένο του πατσά, εγώ εγκατέλειπα το σπίτι και γύριζα όσο μπορούσα πιο αργά. Πάντως, όταν η μητέρα μου κουράστηκε να μου φτιάχνει ρυζόγαλο, που το έτρωγα σαν τρελός, πήρε στη σκυτάλη εκείνος. Στεκόταν υπομονετικά, μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό του, πάνω από το κατσαρολάκι και ανακάτευε το περιεχόμενό του για να μην "πιάσει". 

Λίγες ώρες πριν πεθάνει, στο νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος», ενώ είχε μέρες να μιλήσει, μου έγνεψε να πάω κοντά του και μου ψιθύρισε: «φτάνει τώρα, πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς, έχεις τράπεζα αύριο».  Αφού έφυγα, μπορούσε πια να ψυχορραγήσει χωρίς να τον βλέπω και να τον ακούω.

Ένα βράδυ, καμιά δεκαετία αφότου είχε περάσει "απέναντι", ήρθε στον ύπνο μου και κάθισε στο κρεβάτι μου. «Αν δεν αγαπάς εσύ πρώτος τον εαυτό σου, κανείς δεν θα σε αγαπήσει.» Μετά, με σκέπασε με την κουβέρτα (πάντα με σκέπαζε, γιατί έκανα ύπνο ανήσυχο) και χάθηκε.

Πέθανε την Παρασκευή ο σπουδαίος Αμερικανός πεζογράφος Τζέιμς Σόλτερ




Πέθανε την Παρασκευή ο σπουδαίος Αμερικανός πεζογράφος Τζέιμς Σόλτερ (James Salter).


Είχε γεννηθεί στο Νιου Τζέρσι το 1926. Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική ακαδημία Γουέστ Πόιντ το 1945. 

Υπήρξε αξιωματικός καριέρας και πιλότος της πολεμικής αεροπορίας ώς τα τριάντα του χρόνια. Μετά την επιτυχία του πρώτου του βιβλίου Οι κυνηγοί (1957), όπου ενέταξε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία από τον πόλεμο της Κορέας, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή.




Ο «ιπτάμενος συγγραφέας» ήταν από το 2000 μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ είχε τιμηθεί με τα bραβεία Pen/Faulkner (1989) και Pen/Malamud (2012).

Όπως έγραψαν οι New York Times, ο Τζέιμς Σόλτερ ήταν «ένας συγγραφέας των συγγραφέων», τον θαύμαζαν οι ομότεχνοί του αλλά τα βιβλία του ποτέ δεν έκαναν μεγάλες πωλήσεις. 

Ωστόσο, υπήρξε, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι κριτικοί στις ΗΠΑ, ο «ξεχασμένος ήρωας» της αμερικανικής μεταπολεμικής πεζογραφίας.


Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησε το 2001 ένα από τα σημαντικότερα έργα του, το Α sport and a Pastime (1967), υπό τον τίτλο Θέλω μόνο να σου ανήκω (εκδόσεις Μεταίχμιο), μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960.

Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το τελευταίο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Aυτό ειν’ όλο, ένα ήπιο πανόραμα του μεταπολεμικού κόσμου, που εξυμνήθηκε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού αλλά και στη Γαλλία. 


[με στοιχεία από τη Βιβλιονέτ και το www.in.gr]

Στο τεύχος 107 του Εντευκτηρίου, που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Ιουλίου, δημοσιεύεται το διήγημά του «Κομήτης», σε μετάφραση του Γιάννη Θεοδοσίου. Μικρό απόσπασμα:

[...]Κανείς τους δεν μπορούσε να ξέρει, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το Μέξικο Σίτι και την πρώτη απίθανη χρονιά, με τις εκδρομές στην ακτή για το γουικέντ, διαμέσου της Κουερναβάκα, τα γυμνά της πόδια λουσμένα από τον ήλιο, τα χέρια της, τη ζάλη και την υποταγή που ένιωθε μαζί της όπως εμπρός σε μία απαγορευμένη φωτογραφία, εμπρός σε ένα συγκλονιστικό έργο τέχνης. Δύο χρόνια στο Μέξικο Σίτι αδιάφορα για την καταστροφή. Μία αίσθηση του Θείου ήταν που του έδινε δύναμη. Μπορούσε να διακρίνει την αρμονική καμπύλη του λαιμού της όταν έσκυβε. Μπορούσε να διακρίνει το αμυδρό ίχνος από τα οστά της πλάτης της που διαγράφονταν σαν πέρλες πάνω στη λεία πλάτη της. Μπορούσε να διακρίνει τον εαυτό του, τον παλιό εαυτό του. [...]


12.6.15

Το όνομά τους να μην ξεχαστεί



Ανώνυμης

Πεθαίνεις στ’ αλήθεια δυο φορές:
Την πρώτη όταν πεθαίνεις
και τη δεύτερη όταν το όνομά σου λέγεται για τελευταία φορά    

Ένο Αγκόλι   
(Ποιητικό Αίτιο,  Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015 )

Θυμάμαι το πρώτο Pride: Αγίας Σοφίας, λίγο πριν ξεκινήσουν οι ομιλίες. Είμαι με τον αδελφό μου και μια φίλη με το σκυλάκι της. Κοιτάζω γύρω μου, βλέπω γνωστούς, μιλάμε, χαιρόμαστε, έχουμε μια αδημονία και έξαψη για αυτά τα πρώτα μας βήματα. Κάπου εκεί κοντά μου τις βλέπω και τις παρατηρώ: αεικίνητες, πολύχρωμες, χαμογελαστές. Kοιτάζουν γύρω τους και στο βλέμμα τους μπορώ ίσως να αντιληφθώ πώς αισθάνονται: «Επιτέλους». Μετά από τόσα χρόνια.
«Επιτέλους».

Πρώτο βήμα, δεύτερο βήμα. Αρκετές φορές τα βήματά μας μπλέκονταν. Τις πέτυχα μέχρι τον Λευκό Πύργο: άλλες φορές περπατούσαν μέσα στην πορεία, άλλες φορές στο κράσπεδο της παραλίας φωτογραφίες, σχόλια και χαρά.
Χαρά στα πρόσωπά τους.

Πρώτο βήμα, δεύτερο βήμα. Pride 2014. Δεν είναι πουθενά. Πριν από έναν μήνα περίπου είχα πάει στο βιβλιοπωλείο. Τα παιδιά της γειτονιάς παρουσίαζαν τη δική τους Κοκκινοσκουφίτσα. Στα βήματά μου μαθαίνω πως υπάρχει ένα πρόβλημα υγείας.

Πρώτο βήμα, δεύτερο βήμα. Pride 2015. Σε μια εβδομάδα από τώρα. Θα μαζευτούμε και θα δηλώσουμε τη περηφάνια μας, για εμάς, γι΄ αυτό που είμαστε, γι' αυτό που υπήρξαν άλλοι πριν από εμάς. Και τα βήματά μας θα ακουστούν και θα φτάσουν στα αυτιά μιας πόλης που τα ξορκίζει με αγρυπνίες.

Αυτά τα βήματά μας να τα αφιερώσουμε στους ανθρώπους που τα δικά τους βήματα τα έζησαν με τρόπο ουσιαστικό, έζησαν μια ζωή άξια και με ουσία και με τόση εκκωφαντική επίδραση που ο απόηχός τους ακόμη βουίζει στα αυτιά μας.

Σας παρακαλώ: να μη ξεχάσουμε τα βήματά μας να μας φέρουν στην «Πυξίδα» της καρδιάς μας. Τόσα βήματα θα κάνουμε το Σάββατο εξάλλου...



(Για την αντιγραφή: Τέλλος Φίλης )


9.6.15

«Η εκδίκηση της Ιθάκης» του Θάνου Λουμπρούκου

Ρωτήσαμε έναν νέο ποιητή γιατί γράφει ποίηση

του Γιάννη Νένε


http://www.athensvoice.gr


Ο Θάνος Λουμπρούκος είναι 32 ετών. Το πρώτο πράγμα που μπορεί να σε κάνει να τον θυμάσαι, αν μάθεις μερικά πράγματα γι’αυτόν, είναι ότι η αγάπη του για τους Abba τον έκανε να μεταναστεύσει, έτσι στα ξαφνικά, στη Σουηδία χωρίς να ξέρει ούτε λέξη σουηδικά.  Μετά όμως ανακαλύπτεις και άλλα πράγματα γι’αυτόν: την Ιθάκη του (αν και κατάγεται από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας). Τα ποιήματά του, που ξεκίνησε να τα γράφει από 20 ετών. Το πάθος του για τη μουσική και την ένθερμη άποψή του για αυτό που λέμε «ελληνικό τραγούδι».  Ο Θάνος σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στην Ξάνθη. Τώρα εργάζεται ως σύμβουλος ανθρώπινου δυναμικού στην Αθήνα και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη στιχουργική και τη δημοσιογραφία. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Εντευκτήριο. Το 2007 κυκλοφόρησε σε ιδιωτική έκδοση τη συλλογή ποιημάτων «λιτοί + δεμένοι». «Ξ εκδίκηση της Ιθάκης» είναι το πρώτο του βιβλίο και η αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη:

Πολύ νέος για ποιητής ή ήδη ώριμος;
Όπως συμβαίνει συνήθως στην πορεία προς την ωριμότητα, κανένας δεν τολμά να πει ότι την έχει κατακτήσει, ότι έχει καρφώσει τη σημαία του στην κορυφή της. Έτσι κι εγώ, που δεν είμαι παρά ένας, απρόσεκτος πολλές φορές, ορειβάτης στην απότομη πλαγιά της ζωής αλλά και της ποίησης. Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά νέο, έχω χιλιάδες πράγματα ακόμα να μάθω. Αφουγκράζομαι όμως, διαβάζω και γράφω ποίηση με πάθος.

Πώς έφτασες στα πρώτα σου ποιήματα;
Γυμνάσιο πήγαινα, θυμάμαι, όταν έγραψα τα πρώτα μου σουρεαλιστικά στιχάκια τα οποία είχαν επιρροές από τη ροκ μουσική που άκουγα, κυρίως Doors. Αργότερα, στα φοιτητικά χρόνια και μάλλον ασυναίσθητα, έβαλα τα στιχάκια μου μέσα σε πλαίσια και, με μαγικό τρόπο, προέκυψαν τα πρώτα ποιήματα με αρχή, μέση και τέλος.

Και πώς έφτασες στη Σουηδία;
Πέρασα διάφορες περιπέτειες μετά την ενηλικίωσή μου: σπούδασα, αγωνίστηκα στον σκληρό στίβο της εργασίας, ξενιτεύτηκα, επέστρεψα στη χώρα μου, δοκιμάστηκα στην ακόμα πιο σκληρή αρένα της λογοτεχνίας. Στη Σουηδία βρέθηκα το 2011 εξαιτίας της αγάπης μου για τους ΑΒΒΑ! Ακούγεται περίεργο, κι όμως είναι η αλήθεια. Ξέρεις, αν κάτι με εμπνεύσει το διεκδικώ και το ακολουθώ σαν πιστό σκυλί. Στη μουσική των ΑΒΒΑ είδα μια κουλτούρα καθαρή, χαρούμενη και δημιουργική. Θέλησα λοιπόν να βιώσω το σουηδικό-σκανδιναβικό γίγνεσθαι. Αφού αποχώρησα από τη δουλειά μου, γέμισα μία τεράστια κόκκινη βαλίτσα με χειμωνιάτικα ρούχα και πέταξα για το αεροδρόμιο Αρλάντα της Στοκχόλμης. Προσγειώθηκα ακούγοντας ΑΒΒΑ στο κινητό μου. Δούλεψα για 2 χρόνια περίπου στην πόλη του Λινσέπιν, υπό τη σκέπη 2 εξαιρετικών φίλων γιατρών, της Μίνας και του Αντρέα, και επέστρεψα. Από τότε σπάνια πλέον ακούω ΑΒΒΑ. Ό,τι είχε να μου δώσει η ιδιαίτερη αυτή χώρα, εξαντλήθηκε στο ταξίδι του επαναπατρισμού, το 2013. Καλό είναι να δοκιμάζουμε τον εαυτό μας.

Γιατί «Η εκδίκηση της Ιθάκης»;
Πάντα με απασχολούσε τι έγινε στην Ιθάκη του Οδυσσέα μετά το happy end που παραθέτει ο Όμηρος. Λογικά η Πηνελόπη βρήκε έναν σύζυγο 20 χρόνια πιο γερασμένο, 20 χρόνια πιο ξένο, ο Οδυσσέας βρήκε μια γυναίκα που πιστά κρατήθηκε από το υφαντό της μακρινής φήμης του γυρισμού του καθώς κι έναν γιο ολόκληρο παλικάρι, ενώ ο Τηλέμαχος βρήκε έναν πατέρα προκάτ. Με τον τρόπο της η Ιθάκη εκδικήθηκε και τους 3 πρωταγωνιστές της ιστορίας. Άρα είναι ο πολυμήχανος χρόνος αυτός που τα καταστρέφει όλα, αυτός ο κόλακας, ο γητευτής. Μας έχει πείσει ότι τον έχουμε άπλετο ενώ ανυποψίαστους μας λεηλατεί κάθε πρωί με τον δούρειο ίππο της καινούριας άσπρης τρίχας που βρίσκουμε στα μαλλιά μας.
Παράλληλα, όλοι έχουμε μια Ιθάκη, έναν σκοπό ή έναν στόχο δηλαδή, για τον οποίο αγωνιζόμαστε, σωστά; Τι γίνεται όταν τον πετυχαίνουμε; Βάζουμε αμέσως πλώρη για τα επόμενα. Μας εκδικείται επομένως η Ιθάκη: αποδεικνύει ότι δεν είναι όπως την περιμέναμε∙ μας διώχνει για νέες περιπέτειες, για νέους σκοπέλους, για νέους βυθούς.  Η δική μου πολυπόθητη Ιθάκη ήταν να μεγαλώσω, και αυτό ακριβώς πραγματεύεται το βιβλίο: την πορεία από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Βιαζόμουν να φτάσω τα 18-20, και τι κατάλαβα τελικά; Πικρά νοσταλγώ τώρα τον μικρό μου εαυτό – τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, της ανεμελιάς, της αθωότητας. Ο αγαπημένος μου σούπερ ήρωας ήταν ο Οδυσσέας, τον θαύμαζα για το σθένος του. Από τους παραπάνω παράγοντες και από μια παταγώδη αποτυχία που είχα στις πανελλήνιες εξετάσεις των κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας με θέμα την «Ιθάκη» του Καβάφη, προήλθε ο τίτλος του βιβλίου.

Στα ποιήματά σου υπάρχουν η Μεθώνη, η Ιθάκη και η Ξάνθη. Πώς σε επηρεάζουν οι τόποι στην ποιητική σου;
Η ανθρωπογεωγραφική διάσταση της ποίησης έχει εξαιρετική σημασία για μένα και δεν σου κρύβω πως αποτελεί το σημαντικότερο ερέθισμα για την, ξεδιάντροπη πολλές φορές από πλευράς μου, έκφρασή της. Εμπνέομαι σε απόλυτο βαθμό από τον τόπο. Μεγάλωσα σ’ ένα πανέμορφο χωριό της βόρειας Μεσσηνίας, το Διαβολίτσι, μέρος το οποίο έχει εξελιχθεί στο μόνιμο θέατρο του ποιητικού μου σύμπαντος –μου παρέχει τα καλύτερα αντισεισμικά υλικά. Ακόμα κι όταν γράφω για μια χειμωνιάτικη εκδρομή στη Μεθώνη, ή για τον αυγουστιάτικο καύσωνα της Ξάνθης ή για την Ελαφόνησο στην οποία αφιερώνεται το βιβλίο που θα ακολουθήσει την «Εκδίκηση της Ιθάκης», ή ακόμα και για το Φαρμακονήσι όπου έκανα φαντάρος, ουσιαστικά όλα διαδραματίζονται στον πατρογονικό μου τόπο. Από εκεί ξεκινώ κι εκεί επιστρέφω. Τα ποιήματα, εξάλλου, πάντα για αυτόν που τα γράφει, μιλούν. Είναι η μόνη πατρίδα που θυμάται.

Η Αθήνα έχει υπάρξει μέσα στις ευαισθησίες σου; Και πώς;
Ζω στην Αθήνα 4 χρόνια συνολικά. Έχω γράψει αρκετά γκρίζα ποιήματα, μοναχικά, εσωστρεφή, οπότε εκ των πραγμάτων υπάρχει μέσα στο έργο μου άκοπα. Αγαπώ την Αθήνα και ειδικά το κέντρο, όπου ζω, βολτάρω και ερωτεύομαι. Θα την ήθελα πιο καθαρή και πιο ήσυχη. Η Αθήνα είναι η μισότρελη γριά που μας βρίζει αλλά της αφήνουμε φαγητό έξω από την πόρτα της όταν πέσει ο ήλιος και μαλακώνουν οι τύψεις, οι συνειδήσεις και οι εγωισμοί.

Ποιος είναι ο στίχος σου που σε εκφράζει αυτή την εποχή;
«Δεν μου έταξες ποτέ τη θάλασσα // Μαζί σου ερμήνευα εξαρχής ένα βουνό», από το ποίημα «Κρατάς άμυνες» που περιλαμβάνεται στην «Εκδίκηση της Ιθάκης». Κρεμόμαστε από την ξεφτισμένη κλωστή της υπόσχεσης για τη διαθεσιμότητα ενός άλλου, συνήθως μακρινού, ανθρώπου. Τεράστιο λάθος. Δεν υπάρχει απεραντοσύνη συναισθημάτων, παρά μόνο τρικυμίες ανασφάλειας. Από βουνά όμως, εμφανίζεται υπερπληθώρα. Κουραστήκαμε ν’ ανεβαίνουμε ανηφόρες παρεξηγήσεων. Καιρός για λίγη ευκολία.

Υπάρχει η ποίηση στην καθημερινότητά σου;
Υπάρχει σε κάθε μου δευτερόλεπτο. Στα πρωινά, νυσταγμένα φλερτ μέσα στο μετρό, στο ζευγάρι των γερόντων που παίζουν χαρτιά στο απέναντι μπαλκόνι για να σκοτώσουν την ώρα τους (τι αντιφατικό κίνητρο, αλήθεια), στον καφέ που πίνω κάτω από τα πλατάνια του χωριού μου τα καλοκαίρια. Αντλώ, παράγω και διανέμω ποίηση από και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο ποιητής, ας το έχουμε υπόψη μας, έχει κοινά στοιχεία με τον μάντη του αρχαίου κόσμου: είναι καταδικασμένος να ζει απομονωμένος και να τον θεωρούν λίγο φευγάτο∙ όλοι όμως κρέμονται από τα χείλη του. Είναι ο ποιητής λοιπόν ο ανελέητος προφήτης της στιγμής.

Ποιοι ποιητές έχουν επηρεάσει το έργο σου;
Πρώτα και κύρια ο απόλυτος μάστορας του λόγου, Οδυσσέας Ελύτης∙ πιστεύω μάλιστα ότι έχω κατορθώσει (με αρκετό κόπο και πόνο, παραδέχομαι), να μην είναι εμφανής η επιρροή του στα ποιήματά μου. Από εκεί και πέρα, έχω μελετήσει σε βάθος την Κική Δημουλά, αγαπώ τον Καβάφη, την Τζένη Μαστοράκη, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Νίκο Καρούζο, την αιχμηρή Κατερίνα Γώγου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο οπωσδήποτε, τη Δήμητρα Χριστοδούλου, τον Ένγκαρ Άλλαν Πόου, τον Τζιμ Μόρρισον, την εύθραυστη Σύλβια Πλαθ, τον Νίκο Καββαδία, τον Μιχάλη Γκανά, την απίστευτη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και πολλούς άλλους, υπάρχοντες και μη.

Τι είσαι, στιχουργός ή ποιητής; Ή και τα δύο;
Προτιμώ τη δεύτερη λύση γιατί η ποίηση δίνει απίστευτες ελευθερίες. Δεν υπάρχουν κανόνες, παρά μόνο το προσωπικό ύφος το οποίο αποκτάται με τον καιρό και χτίζεται πάνω στα θεμέλια των επιρροών. Τα ποιήματα δεν τα παρεξηγεί κανείς. Γράφω και στίχους για τραγούδια αλλά φοβάμαι ότι επαναλαμβάνω ή αναπαράγω λόγια που έχουν γράψει άλλοι, πολύ πιο ικανοί στιχουργοί ή στιχοπλόκοι. Προσπαθώ όμως, θέλει η στιχουργική αρκετή δουλειά και ταλαντούχους συνεργάτες.

Ποιος/ποιοι θα ήθελες να μελοποιήσουν ποιήματά ή στίχους σου;
Οπωσδήποτε νεαροί συνθέτες, γιατί φέρνουν δροσερές αναπνοές δημιουργίας. Αν είναι ν’ ακουστούν τραγούδια μου, θα προτιμούσα να είναι γραμμένα από παρθένα μυαλά και χέρια, ανεπηρέαστα από το ψυχαναγκαστικό κυνήγι της επιτυχίας. Η καλλιτεχνική έκφραση προϋποθέτει ειλικρίνεια, ταπεινότητα και εγρήγορση.

Έχεις στείλει δουλειά σου σε Έλληνες μουσικούς ή σε παραγωγούς της δισκογραφίας;
Έχω αποπειραθεί συνεργασίες με γνωστούς δημιουργούς, βρήκα όμως πόρτες κλειστές. Είναι κάτι που μάλλον δεν με ενδιαφέρει πλέον. Τα κριτήρια και τα κίνητρα του χώρου είναι συγκεκριμένα. Κρατώ τις κεραίες μου ανοιχτές για νέους δημιουργούς, μάλιστα συνεργάζομαι με έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νεαρό συνθέτη, τον Γιώργο Κυριάκο. Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει με τον Γιώργο: αν του δώσω στιχάκι μου, μέσα σε 10 λεπτά μού το έχει στείλει πίσω μελοποιημένο.

Πόσο δύσκολο είναι να εκδώσει ένας ποιητής τα ποιήματά του σήμερα; Το δικό σου βιβλίο πώς προέκυψε;
Υπάρχουν δύο συνιστώσες στην πρόκληση της έκδοσης, που μπορεί εύκολα να γίνει και κανιβαλιστική παγίδα ματαιοδοξίας. Η πρώτη είναι καθαρά λογιστική. Η αλήθεια είναι ότι με μεγάλο δισταγμό ένας εκδοτικός οίκος προχωρά στην κυκλοφορία του έργου ενός ποιητή και μάλιστα νέου, αφού είναι δύσκολο να εισπράξει τα χρήματα που θα ξοδέψει για την έκδοση. Ποιος θα πάει να το αγοράσει; Δεν συζητάμε για κέρδος φυσικά, εκτός αν πρόκειται για γνωστό όνομα.


Η δεύτερη συνιστώσα είναι η αγοραστική ανάγκη για ποίηση. Λένε πως η εποχή μας είναι η πλέον ακατάλληλη για ποίηση, η πιο στεγνή, προσωπικά όμως θεωρώ πως σήμερα η δίψα είναι πιο έντονη, πιο υψηλή, πιο κραυγαλέα από ποτέ. Βρίσκει πράγματα πολύ δικά του κανείς μέσα στα ποιήματα. Δεν εμφανίζονται πλέον ο χλευασμός και η απαξίωση που υπήρχαν κάποτε για τους ποιητές, ευτυχώς. Εξάλλου ο ποιητής πάντα αφουγκράζεται την εποχή του ∙ εκεί επάνω χτίζει με τα γυμνά του χέρια τα ματωμένα, οπότε όσο πιο δύσκολοι και ταραγμένοι είναι οι καιροί, τόσο αυξάνονται η προσφορά και η ζήτηση για ποιητική έκφραση.

Στη δική μου περίπτωση το βιβλίο ήρθε ακριβώς 10 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση ποιήματός μου στο περιοδικό Εντευκτήριο («Συναισθηματική ρητορεία», τεύχος 69). Είχαν υπάρξει κάποιες συζητήσεις στο παρελθόν με τον εκδότη του, Γιώργο Κορδομενίδη, αλλά προφανώς δεν είχε συνωμοτήσει αρκετά το σύμπαν ώστε να τελεσφορήσουν. Τα καταφέραμε τον Μάρτιο του 2015 και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι που το βιβλίο κινείται εμπορικά, ειδικά μέσω του διαδικτύου. Το ενδιαφέρον για την «Εκδίκηση της Ιθάκης», προς το παρόν, είναι μεγαλύτερο απ’ όσο περιμέναμε. Ευχαριστώ από καρδιάς τον Γιώργο Κορδομενίδη για τη μεγάλη του αγκαλιά. Χωρίς αυτόν και τον Νίκο Κανάκη με την ευγενική του χορηγία και το υπέροχο εξώφυλλο, δεν θα ταξίδευε η «Εκδίκηση της Ιθάκης».

Πώς μπορεί να σταθεί, να αντέξει ένα βιβλίο με ποιήματα στο χάος της ψηφιακής πληροφορίας χωρίς να χαθεί;
Νομίζω πως ο άνθρωπος που έχει χτίσει πνευματικές άμυνες και αντιστάσεις, ξέρει να εκτιμά την αξία της τέχνης γενικότερα και της ποίησης ειδικότερα, οπότε είναι σύμμαχός του δημιουργού ισχυρός. Εξάλλου ο σκοπός του ποιητή, θαρρώ, εκτός από τη συλλογή παρηγοριάς για τον ίδιο, είναι να φωλιάσει με το έργο του στην καρδιά του αναγνώστη. Όταν ο τελευταίος διαβάζει ένα ωραίο ποίημα που θα μιλήσει στην ψυχή του, τότε αυτόματα και απρόσωπα θα ενωθεί με τον δημιουργό του. Έτσι, κανένα χάος δεν είναι δυνατό να διαταράξει τη μοναδικά ερωτική-προστατευτική σχέση ευγνωμοσύνης μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Τα καλά ποιήματα δεν έχουν να φοβηθούν καμία αντίξοη συνθήκη.

Και πώς ορίζονται τα καλά ποιήματα;
Είναι αυτά που αγγίζουν σώματα και καρδιές, εκείνα που αφού τα διαβάσεις, ύστερα από λίγο καιρό τα αναζητάς πάλι, σαν να κατεβάζεις από το ράφι έναν παλιό έρωτα, τον ξεσκονίζεις τρυφερά, τον περιεργάζεσαι νοσταλγικά με την αφή σου και τον επανατοποθετείς στη θέση του με αγάπη ∙ καλά είναι τα ποιήματα που όταν τα διασχίζεις με τα μάτια σου, σκέφτεσαι «χμ, κάτι συμβαίνει εδώ, ας σταθώ».

Για ποιο λόγο να διαβάσει κάποιος την «Εκδίκηση της Ιθάκης»;
Γιατί θα βρει αρκετά δικά του στοιχεία στα 24 ποιήματα του βιβλίου, ειδικά περιοχές που αγγίζουν τις μνήμες της παιδικής ηλικίας: νοσταλγία, μελαγχολία, αισιοδοξία, αθωότητα, χιούμορ, ειρωνεία, στόχους, επιτυχίες, ανυπομονησία. Η εκδίκηση της Ιθάκης δεν είναι παρά το έναυσμα για νέες περιπέτειες στην περίκλειστη θάλασσα της ζωής.

* «Η εκδίκηση της Ιθάκης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (Θεσσαλονίκη).
Η παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 10 Ιουνίου και ώρα 20.00 στο Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 42, στάση μετρό Κεραμεικός).


Για το βιβλίο θα μιλήσει ο συγγραφέας Νίκος Καραγεώργος. Ποιήματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Ιωάννα Αγγελίδη, Δημήτρης Παπαδάτος και Μαρία Καμακάρη, ενώ ανέκδοτα τραγούδια σε στίχους του ποιητή και μουσική του Γιώργου Κυριάκου θα ερμηνεύσει ο Χαράλαμπος Παπανικολάου. Στην κιθάρα θα είναι ο Άγγελος Κατσέλης. 


4.6.15

Πρόσκληση στην παρουσίαση του βιβλίου του Ένο Αγκόλλι «Ποιητικό Αίτιο»



Οι Εκδόσεις Εντευκτηρίου
και η Αγιορειτική Εστία
σας προσκαλούν στην παρουσίαση
του πρώτου βιβλίου ποίησης
του Ένο Αγκόλλι

Ποιητικό Αίτιο

την Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015
ώρα 8 το βράδυ
στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας
Εγνατίας 109 (κτίριο Νεδέλκου)

Ομιλητές
Σταύρος Ζαφειρίου
Καίτη Στεφανάκη
Τέλλος Φίλης
και ο συγγραφέας



Το Ποιητικό Αίτιο είναι μια κλειστοφοβική πραγματεία για την οντολογία της απώλειας. Κείμενα ειδολογικά, γλωσσικά, μορφικά, και σχεδόν κυριολεκτικά ερμαφρόδιτα, κείμενα που ασφυκτιούν μέσα στην αυτοαναφορικότητά τους, κείμενα σε έναν ακατάσχετο εσωτερικό διάλογο μεταξύ τους, ιχνηλατούν την εμπειρία της ενηλικίωσης ως άθροισμα απωλειών.
Οι ακροβασίες της συλλογής μεταξύ ποίησης και πρόζας, ελληνικών και άλλων γλωσσών, χαρτογραφούν τη γεωγραφία του έρωτα, της μητρικής φιγούρας, του εαυτού, του θανάτου, της ίδια της ποίησης.
Στον πυρήνα της μαίνεται ακέραιο το προαιώνιο δίλημμα της απώλειας: από τη μια, η βουδιστική ατραπός της εξάλειψης της επιθυμίας, που υπόσχεται ανοσία στην απώλεια· από την άλλη, η καθολική κατανάλωση, η ασφυκτική αγκαλιά σε όσα επιθυμούμε, που πολλαπλασιάζει τον μετέπειτα θρήνο. Και στο τέλος μια ενοχή που δεν ξέρουμε καν από ποια Εδέμ μας ήρθε.

Μικρό δείγμα γραφής του Αγκόλλι:

Όχι. Μη. 
Μη μας παίρνετε 
και τη λογοκρισία 
των ποιητών

τα ποιήματα είναι 
ομολογίες
εξομολογήσεις
αμαρτιών

Και τώρα 
τώρα που μας παίρνετε και τη λογοκρισία
και δεν υπάρχουν πια 

αμαρτίες

δεν υπάρχουν 
εξομολογήσεις

δεν υπάρχει 



ποίηση

Ο ΄Ενο Αγκόλλι γεννήθηκε στην Αλβανία το 1994. 
Τρία χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσε. 
Αφού αρίστευσε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, έγινε δεκτός με ολική υποτροφία στο πρόγραμμα International Baccalaureate του Κολλεγίου Ανατόλια και κατόπιν σε διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού. 
Σήμερα σπουδάζει Αναλυτική Φιλοσοφία  στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, στις ΗΠΑ, και στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ,στο Ηνωμένο Βασίλειο. 
Το Ποιητικό Αίτιο είναι to πρώτo του βιβλίο ποίησης. 

[Η φωτογραφία του Ένο Αγκόλλι είναι του Σάκη Καρακασίδη]

Η Μαρία Τσιουτάνη για την Καίτη Στεφανάκη και την «Όζα ροζ» της



της Μαρίας Τσιουτάνη
από τον τοίχο της στο Facebook

για το βιβλίο της Καίτης Στεφανάκη Όζα ροζ: Μικρά πεζά (Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015)

Είχα μπροστά μου τις μαλακές γραμμές της πλάτης της. Τ΄άσπρα μαλλιά της με τις απολήξεις κάποιου παλιού χρώματος. Φυσικού, βαμμένου, δεν ξέρω. Περίμενα ν΄ακούσω τη φωνή της, ήπια,γλυκειά, τρυφερή, ηρεμιστική...ώσπου άρχισαν να πετάγονται πάνω μου οι πιτσιλιές από την "Όζα ρόζ". Να με μαχαιρώνουν οι λέξεις, τα υπονοούμενα, τα ανείπωτα. Να με ανακουφίζουν οι σκληρές εικόνες, η πικρή αίσθηση στον ουρανίσκο. Να με λυτρώνει το "ξεκαθάρισμα λογαριασμών", μ' όλη του τη βιαιότητα!
Σ΄ευχαριστώ Keti Stefanaki, που χρησιμοποίησες τη λέξη όζα κι έτσι τα κατάλαβα όλα, χωρίς άγνωστες λέξεις...
(Λέσχη ανάγνωσης για το "Καλαθάκι", Πολυχώρος Βαβυλωνία, 03-06-2015)

1.6.15

Δημήτρης Αρμάος (1959-31.5.2015)



Ο φίλος που βιάστηκε να περάσει "απέναντι"

Ο Δημήτρης Αρμάος (γεννημένος στην Άμφισσα το 1959), που πέθανε χτες, μπορεί να μην ήταν γνωστός στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, όμως ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος των γραμμάτων, που με τον πρόωρο θάνατό του καταγράφουν μια σημαντική απώλεια.
Φιλόλογος (δρ. Φ. 2004) με σπάνια μόρφωση και καλλιέργεια, ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη θεωρία και την ερμηνεία της λογοτεχνίας, την κριτική και την εκδοτική των κειμένων, την πρόσληψη και τη διδασκαλία τους (δημοσιεύσεις από το 1978 κ.εξ.).
Υπήρξε επίσης επί δεκαετίες εξαιρετικός επιμελητής εκδόσεων, από τους καλύτερους που διέθετε η χώρα.

Η εργογραφία του, όπως καταγράφεται στη βάση δεδομένων της ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, είναι εντυπωσιακή:



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2011)Η ομιλούσα κεφαλή στην έξοδο του ορφικού μύθου, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(2009)Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007, Ύψιλον
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2010)Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(2007)Ευκαρπίας έπαινος, Πορεία
(2006)Καβάφεια 2005, Τυπωθήτω [εισήγηση]
Μεταφράσεις
(2004)Dante Alighieri, 1265-1321, Η επιστολή στον Cangrande, Ίνδικτος [μετάφραση, επιμέλεια σειράς]
(2003)Agamben, Giorgio, Χρόνος και ιστορία, Ίνδικτος [μετάφραση, επιμέλεια σειράς]
Λοιποί τίτλοι
(2010)Συλλογικό έργο, Καβάφεια 2007: Αφιέρωμα στον Κορνήλιο Καστοριάδη στοχαστή της αυτονομίας, Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία [επιμέλεια]
(2008)Συλλογικό έργο, Καβάφεια 2006: Αφιέρωμα στον φιλόσοφο Κώστα Παπαϊωάννου, Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία [επιμέλεια]
(2008)Pascal, Blaise, Σκέψεις, Εκδόσεις Καστανιώτη [επιμέλεια]
(2007)Robinson, Andrew, Ιστορία της γραφής, Polaris [επιμέλεια]
(2007)Bloom, Harold, 1930-, Ο δυτικός κανόνας, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια]
(2007)Πολυχρονάκης, Δημήτρης, Όψεις της ρομαντικής ειρωνείας, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2006)Stringer, Chris, Homo, Polaris [επιμέλεια]
(2006)Heidegger, Martin, 1889-1976, Η τέχνη και ο χώρος, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2006)Παυλοστάθης, Τάκης, Ποιήματα και πεζά 1964-1999, Νεφέλη [επιμέλεια]
(2005)Χριστοδούλου, Αθανάσιος Κ., Ο αιχμάλωτος βασιλιάς, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2005)Valéry, Paul, 1871-1945, Ο άνθρωπος και το κοχύλι, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2005)Gide, André, 1869-1951, Όσκαρ Γουάιλντ, Ίνδικτος [επιμέλεια, επιμέλεια σειράς]
(2004)Λογοθέτης, ΗρακλήςΔ., Η δωρεά και το πλήγμα, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2004)Beckett, Samuel, 1906-1989, Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες, Ερατώ [επιμέλεια]
(2003)Συλλογικό έργο, Για τον Νίτσε, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2003)Χριστινίδης, Ανδρέας, Εχθρότητα και προκατάληψη, Ίνδικτος [επιμέλεια σειράς]
(2003)Όμηρος, Ιλιάδα, Μαΐστρος [επιμέλεια]
(2000)Pascal, Blaise, Σκέψεις, Εκδόσεις Καστανιώτη [επιμέλεια]
(1999)Jacq, Christian, Η δολοφονημένη πυραμίδα, Δαρδανός Χρήστος Ε. [επιμέλεια]
(1998)Σιαφλέκης, Ζαχαρίας Ι., Η εύθραυστη αλήθεια, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
(1998)Headington, Christopher, Ιστορία της δυτικής μουσικής, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
(1998)Ραΐζης, Μάριος Βύρων, Οι μεταφυσικοί ποιητές της Αγγλίας, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
(1997)Κάλας, Νικόλαος, 1907-1988, Εστίες πυρκαγιάς, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
(1997)Headington, Christopher, Ιστορία της δυτικής μουσικής, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
(1996)Frye, Northrop, 1912-1991, Ανατομία της κριτικής, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
(1993)Σταμέλος, Δημήτρης, Νεοελληνική λαϊκή τέχνη, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [επιμέλεια σειράς]
Κριτικογραφία
Κεντώντας και συρράπτοντας τον χρόνο [Ελένη ΚεφάλαΧρονορραφία], Περιοδικό "Poetix", τχ. 12, Φθινόπωρο 2014-Χειμώνας 2015

Errant ή flâneur και όχι itinérant ή ambulant [Γιάννης ΠατίληςΜικρός Τύπος: Το λογοτεχνικό περιοδικό], Περιοδικό "Νέο Πλανόδιον", τχ. 2, Καλοκαίρι 2014

Έμιλι Ντίκινσον: στα όρια «κλασικού» και «μοντέρνου», "The Athens Review ofBOOKS", τχ. 41, Ιούνιος 2013

«Βέρα»: Ανθεκτικά διλήμματα [Όσκαρ ΟυάιλντΒέρα η μηδενίστρια], "Η Αυγή", 16.10.2012

Η σύγκρουση ομάδας και ατόμου [Farhad DalalΗ ομαδική ανάλυση μετά τον S. H. Foulkes], "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 25.4.2010

Αξιώθηκα να τον γνωρίσω το 1983, στο φιλόξενο σπίτι του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη, τότε στα Εξάρχεια. (Συχνά στη συντροφιά ήταν και ο Αντρέας Ροδίτης, που μετά από χρόνια τον είδα παρουσιαστή τηλεοπτικών εκπομπών.) Λιγότερο μιλούσα και περισσότερο άκουγα τους δυο τους, τον Αρμάο και τον Μπρουντζάκη, να συζητούν (με γνώσεις που μου προκαλούσαν δέος και θαυμασμό) για συγγραφείς (και για βιβλία) που δεν ήξερα καλά ή και αγνοούσα εντελώς ή για πτυχές του έργου τους που δεν με είχαν απασχολήσει ποτέ.

Όταν, μετά από τέσσερα χρόνια, αποφάσισα να βγάλω το Εντευκτήριο, ήταν αυτονόητο πως θα επιδίωκα τη συνεργασία τους. Ο Αρμάος προίκισε το πρώτο τεύχος με δύο κείμενα: Το ένα («Ένα τοπίο in progress. Οι παρεκκλίσεις της μέθης και η μέθη των παρεκκλίσεων»), κριτική δύο βιβλίον· το ένα του Σωτήρη Τριβυζά (Κίβδηλο φεγγάρι), το άλλο του Κωστή Παπαγιώργη (Περί μέθης). Το δεύτερο κείμενο, με το ψευδώνυμο Φάμπιο ντελ Καβάλλο και υπό τον τίτλο «Ποιος θυμάται τον Nivasio Dolcemare», αναφερόταν στον Αλμπέρτο Σαβίνιο και στον Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.
Συνεργασίες του δημοσιεύτηκαν επίσης στο τχ. 3 (1988), μ' ένα κείμενο για τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, και στο τχ. 6 (1989), μ' ένα ομοιοκατάληκτο ποίημα. 




Tο ποίημα του Δημήτρη Αρμάου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6
του Εντευκτηρίου


Μεσολαβεί ένα κενό επτά χρόνων (!), καθώς οι βιοποριστικές ανάγκες είχαν περιορίσει ασφυκτικά τον χρόνο του, και επανεμφανίζεται στο τεύχος 37/1 (1996), με τη σπονδυλωτή ποιητική σύνθεση «Ηθογραφία» (την οποία μάλιστα αφιερώνει του Γιώργου   για τη ρεμπέτική του συμβουλή ― του είχα πει, κάποια στιγμή, πως όταν ήμουν εντελώς άκεφος ή σεκλετισμένος άκουγα ρεμπέτικα και βαριά λαϊκά...)

Σε ακόμη πιο προσωπικό επίπεδο, δεν θα ξεχάσω ποτέ πως επειδή ήμουν προβληματισμένος για το αν έπρεπε να εκδώσω μερικά μικρά πεζά που είχα γράψει, έσπευσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να μου στείλει ―για να με ενθαρρύνει εμπράκτως― δύο χειροποίητα αντίτυπα του βιβλίου μου.

Στη σύντοφο της ζωής του Ζωή Μπέλλα και στους λοιπούς οικείους εκφράζω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια.

Γιώργος Κορδομενίδης